-
1 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
2 закрученность
η στρέβλωση, το στρέ-βλωμα* - крыла ав. - της πτέρυγας- крыла отрицательная - αρνητική - της πτέρυγας, η ελάττωση της πρόσπτωσης στην ακμή της πτέρυγας- крыла положительная - θετική - της πτέρυγας, η αύξηση της πρόσπτωσηςστην ακμή της πτέρυγαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закрученность
-
3 логика
η λογικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > логика
-
4 фаза
η φάσηгазообразная - см. газовая -мёртвая - хим. νεκρή -паровая - см. парообразная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фаза
-
5 дисторсия
η στρέβλωση, η παραμόρφωση бочкообразная - βαρελοειδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дисторсия
-
6 фиксация
1. (закрепление) η στερέωση, το φιξάρισμα (ξεν.) 2. хим. о ορισμός, η δέσμευση 3. кфт. η σημείωσηη αναφοράдиодная - (тлв.) διοδική -отрицательная - (тлв.) αρνητική -положительная - (тлв.) θετική -4. (запись, отметка, регистрация) η σημείωση, το σημείωμα 5. биол. о προσδιορισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиксация
-
7 оценка
-и θ.1. εκτίμηση (αξίας)•оценка иму-шества εκτίμηση περιουσίας.
|| διατίμηση•оценка товаров διατίμηση εμπορευμάτων.
2. μτφ. κρίση, αξιολόγηση•правильная оценка политической обстановки σωστή εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης•
положительная оценка θετική εκτίμηση•
отрицательная оценка αρνητική εκτίμηση•
согласно -е σύμφωνα με την εκτίμηση ή κατά την εκτίμηση•
дать настоящую -у чему-л. δίνω (κάνω) πραγματική εκτίμηση σε κάτι.
|| βαθμός σχολικός•получить хорошую -у за сочинение παίρνω καλό βαθμό στην σύνθεση (έκθεση ιδεών).
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий